- συνεκαθίζετο
- συγκαθίζωmake to sit togetherimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκαθίζω — ΝΑ [καθίζω] νεοελλ. (διαλ.) χορεύω υψώνοντας το ένα ή και τα δύο χέρια και συγχρόνως κροταλώντας τον αντίχειρα με το μεσαίο δάκτυλο και λυγίζοντας και τα δύο πόδια κατά τον ρυθμό τής μουσικής αρχ. 1. βάζω κάποιον να καθήσει κοντά σε άλλον ή… … Dictionary of Greek